- στυφεδανός
- ὁ, Α(δ. τ.) βλ. τυφεδανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στυφεδανός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφεδανέ — στυφεδανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) … Dictionary of Greek